Του Αργύρη Παγαρτάνη
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα περίπτερα που έφερναν ξένα περιοδικά στην Αθήνα ήταν μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στο μεγαλύτερο απ’ αυτά, στην Ομόνοια, κάθε βοήθεια από τον περιπτερά ήταν… καταδικασμένη. «Ψάξε μόνος σου», ήταν η μόνιμη επωδός του, όταν τον ρωτούσα αν είχε π.χ. το College Basketball του Sporting News ή το ακόμα πιο εμβληματικό (αν και λιγότερο γκλαμουράτο) Street & Smith’s College Basketball, τις ετήσιες εκδόσεις που είχαν αναγορευτεί σε «άγιες γραφές» απ’ όσους ασχολούμαστε, εκ του μακρόθεν, με το κολλεγιακό μπάσκετ.
Ο περιπτεράς, από την άγνοια και την αδιαφορία του (είχε και πολλή δουλειά τότε), δεν μπορούσε να θυμηθεί κι ένα ακόμα κρίσιμο στοιχείο: Αν το περιοδικό που ζητούσες είχε εξαντληθεί ή δεν είχε φτάσει ακόμα. Οπότε οι επισκέψεις μου στο συγκεκριμένο περίπτερο στα τέλη Οκτωβρίου-αρχές Νοεμβρίου κάθε έτους, για να «προλάβω» να πάρω μια από τις δύο-τρεις διαθέσιμες κόπιες που έφταναν, ήταν καθημερινές.
Σε μία απ’ αυτές γνώρισα τον Μάκη Δενδρινό με καθαρά «αντισυμβατικό» τρόπο. Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν και ο πιο ενδεδειγμένος.
Είχε στα χέρια του το τελευταίο διαθέσιμο τεύχος του Street & Smith’s και το ξεφύλλιζε. Τον παρακολουθούσα με γουρλωμένα μάτια, και με ελάχιστες ελπίδες να το άφηνε στην τύχη του, για να το αρπάξω. Ελάχιστες, επειδή όσοι ασχολούνταν μ’ αυτά δεν ξεφυλλίζουν περιοδικά για το γούστο τους, ούτε κάνουν τους λαθραναγνώστες. Όταν σταμάτησε το ξεφύλλισμα και κατευθύνθηκε προς τον περιπτερά, μάζεψα όλο μου το κουράγιο και του μίλησα.
Τότε τον αναγνώρισα. Ως τότε έβλεπα το πίσω μέρος του πέτσινου καφέ μπουφάν του. Σοκ, αλλά όχι δέος. Ήταν τόσο ζεστή η συμπεριφορά του, σ’ έναν 20χρονο άγνωστο, που ένιωσα ότι… είχα ελπίδα. «Χρειάζομαι χρόνο να το μελετήσω», μου είπε όταν προσφέρθηκα να αγοράσω το περιοδικό… μεταχειρισμένο. «Τα θέλω, τα κρατάω αυτά. Αν θέλεις, να σου το δώσω να φωτοτυπήσεις τα κομμάτια που θέλεις». Δηλαδή, να βγάλω όλο το περιοδικό φωτοτυπία! Ντράπηκα. Μου έδωσε το τηλέφωνο του σπιτιού του για να μιλήσουμε όταν θα τελείωνε τη μελέτη.
Έτσι ξεκίνησε η επαφή. Πράγματι, περίπου έναν μήνα μετά που τηλεφώνησα, συναντηθήκαμε (πού αλλού; Στη Νέα Σμύρνη) και μου το έδωσε το περιοδικό «για να το φωτοτυπήσω». Θα την εξομολογηθώ τώρα την αμαρτία μου: Το έχω ακόμα. Δεν του το επέστρεψα ποτέ. Το έλεγε κάποιες φορές σε τρίτους, πώς είχαμε γνωριστεί. Θεωρώντας το σαν μια έμμεση υπενθύμιση, κάποια στιγμή προσφέρθηκα να του το δώσω. «Τώρα αυτά που λέει είναι ιστορία», απάντησε.
Το δεύτερο βασικό στοιχείο της γνωριμίας μας ήταν ότι, ευτυχώς, δεν είχαμε ποτέ «ρεπορταζιακή» σχέση. Δεν έτυχε να του τηλεφωνήσω ή να τον συναντήσω ποτέ με σκοπό να… βγάλω είδηση. Κι αυτός με είχε στο μυαλό του περισσότερο σαν «το παιδί με το κόλλημα του κολεγιακού», παρά τον ρεπόρτερ. Ακόμα κι όταν έκανε τις μεγάλες επιτυχίες του με την εθνική, όταν μιλούσαμε μου έλεγε για τον Ντιν Σμιθ, τον Μάικ Σιζέφσκι, τον Τζέρι Ταρκάνιαν, τον Μπόμπι Νάιτ, τους ιεροφάντηδες του κολεγιακού μπάσκετ.
Τι να γράψεις για τον Δενδρινό, που σήμερα, αν βρίσκεται στη διάσταση που όλοι ελπίζουμε να υπάρχει, να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στον πλανήτη μας, θα βάλει στο πρόσωπό του το γνωστό του χαμόγελο: Μισή ικανοποίηση, μισός αυτοσαρκασμός. Βλέποντας τη φανέλα του να ανεβαίνει ψηλά, να μην μπορεί να τη φορέσει κανένας άλλος, σίγουρα θα αισθάνεται υπερηφάνεια. Αλλά η αυθεντική αντισυμβατικότα, με την οποία πορεύτηκε σ’ όλη του τη ζωή, μπασκετική και μη, θα του έφερνε στο μυαλό περισσότερο ένα καλαμπούρι, ένα ευφυολόγημα για το μάταιο της ζωής, παρά όμορφα λόγια.
Κατ’ αρχάς, το παρατσούκλι: Βούδας. Ο γίγαντας της σκέψης. Το οποίο κόλλησε από μια πλάκα. Ιστοριοδίφης καθώς ήταν, είχε διαφωνήσει μ’ έναν αυστηρό καθηγητή του στο Γυμνάσιο σ’ ένα θέμα ιστορίας, όταν εξεταζόταν. Δεν θυμόταν τι ακριβώς, κάτι με την ιστορία του Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, τέτοιο. Ένας συμμαθητής του, την ώρα που τελείωσε η εξέταση και πήγαινε στο θρανίο του, φώναξε για πλάκα: «Νίκησε ο Βούδας»! Του το κόλλησαν. Για ειρωνεία, για πλάκα.
Μετά έμεινε, όμως άλλαξε ύφος: Η ειρωνεία έγινε θαυμασμός. Για την ευρυμάθειά του, την βαθιά γνώση ακόμα και για θέματα δύσκολα.
Του το είπα κάποτε, ότι και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς έτσι είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «σοφός». Από μια ειρωνεία είχε ξεκινήσει, του Παναγιώτη Φασούλα, και κατέληξε να τον ακολουθεί σαν τίτλος τιμής. «Α, βρήκαμε και κάτι κοινό με τον Ίβκοβιτς, είναι το μοναδικό που έχουμε», απάντησε ο πάντα ετοιμόλογος Δενδρινός. Βεβαίως υπήρχαν κι άλλα. Και μπασκετικά και μη. Η αγάπη τους π.χ. για το τσιγάρο, απαράμιλλη. Ο Ίβκοβιτς, βέβαια, το έκοψε κάποια στιγμή. Ο Μάκης ποτέ.
Ο τηλεφωνητής. Άλλο τεράστιο… συν αντισυμβατικότητας. Κλασικό το μήνυμά του περί «μικρών και μεγάλων που την έχουν κοπανήσει από το σπίτι, άλλοι για δουλειά κι άλλοι για γράμματα, Φιλιππινέζα δεν υπάρχει για ιδεολογικούς λόγους»! Αργότερα το άλλαξε. «Ο Μάκης, η Χάιδω, ο Κωνσταντίνος και ο Αλέξανδρος την έχουν κοπανήσει. Αφήστε μήνυμα και για τα υπόλοιπα θα φροντίσει η… καταραμένη τεχνολογία»! Δεν ήταν σχήμα λόγου. Το έλεγε και το πίστευε. Έβλεπε τη διείσδυση των «κομπιούτερς», έτσι τα έλεγε όλα τα gadgets, στην ζωή κυρίως των παιδιών. Σήμερα, του δίνει κανείς άδικο;
Η ιστορία με το πώς ανέλαβε πρώτος προπονητής της εθνική Ανδρών, πέντε μέρες πριν τον πρώτο αγώνα της στο Μουντομπάσκετ του 1994, ανήκει σε άλλους να τη γράψουν, που την έζησαν από πιο κοντά. Η πιο έντονη ανάμνηση εκτός παρκέ ήταν ο… πονοκέφαλος των μεταφραστών, συνήθως συναδέλφων. Στο Ευρωμπάσκετ του 1995 είχε δώσει ρέστα, μετά το ματς με την Ιταλία όπου γυρίσαμε την κατάσταση στο δεύτερο ημίχρονο και κάναμε την πρώτη νίκη στο τουρνουά, άρχισε τις δηλώσεις του με ένα απόσπασμα του Ερωτόκριτου: «Στου κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν»… Πώς να το μεταφράσεις αυτό; Σκάσαμε στα γέλια οι παριστάμενοι με την (πολύ φιλότιμη, είναι αλήθεια) προσπάθεια της κοπέλας να αποδώσει τα λεγόμενα. Ο Δενδρινός μετά τις δηλώσεις υποσχέθηκε να είναι πιο λιτός. Κι άναψε τσιγάρο.
Όντας προπονητής της εθνικής, το 1995 είχε δεχτεί μια πρόταση από τον Ροταριανό Όμιλο να μιλήσει για την άνοιξη του ελληνικού μπάσκετ γενικότερα. Δέχτηκε αμέσως, παρά τις… ιδεολογικές του διαφορές με οτιδήποτε θεωρούσε κατεστημένο. Ήμουν αυτός που του μετέφερε την πρόσκληση, μάλιστα για κάποιο λόγο ειδοποιήθηκε μόλις λίγες μέρες πριν την εκδήλωση.
Είχε ετοιμάσει κάποια πράγματα να πει, αλλά επιδεικτικά τα δίπλωσε πριν ξεκινήσει την ομιλία του. Μίλησε από καρδιάς, από ψυχής θα’ λεγα, μπροστά σε κυρίους με σμόκιν και σε κυρίες με τουαλέτες. Η κοινωνικοπολιτική ανάλυση που έκανε, το πώς το μπάσκετ συνδέθηκε με την κοινωνία επειδή ξεπήδησε από την κοινωνία, το πόσο γερές βάσεις είχε πριν το «μπαμ» του 1987 λόγω της στήριξής του από ανθρώπους καλλιεργημένους, ήταν σεμιναριακού επιπέδου. Άφησε και τις μπηχτές του κατά της νομενκλατούρας, με χαμόγελο, αλλά και ευγένεια. Όταν τελείωσε, είπε: «Ή τα είπα καλά, ή τα είπα τόσο δύσκολα που δεν κατάλαβαν τίποτα και χειροκρότησαν από ευγένεια. Πάμε τώρα να δοκιμάσουμε τον αστικό μπουφέ»…
Αυτό που επίσης δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι ο Δενδρινός είχε έλθει αντιμέτωπος με τον Ντράζεν Πέτροβιτς σαν προπονητής! Το 1982, αμέσως μόλις σταμάτησε την καριέρα του σαν παίκτης (κι ενώ είχε ήδη προπονητική εμπειρία στα τμήματα υποδομής του Αιόλου Ταύρου, της γειτονιάς του, και του Πανιωνίου), δέχτηκε την πρόταση της ΕΟΚ να αναλάβει προπονητής της εθνικής Εφήβων για το Βαλκανικό Πρωτάθλημα, που θα γινόταν στην Πάτρα. Με προίκα μια εξάμηνη «οδύσσεια» στις ανατολικές ΗΠΑ, όπου πρόλαβε να επισκεφθεί πάνω από 10 αμερικανικά κολλέγια (ανάμεσά τους θρύλους όπως Νορθ Καρολάινα, Ντιουκ κτλ.) και να καταγράψει το πρόγραμμά τους και τη φιλοσοφία τους, θέλησε να περάσει αυτή τη νοοτροπία και σ’ αυτή την ομάδα.
Εκείνη η εθνική ομάδα ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία που είχε, όπως έλεγε ο ίδιος, «μπόι και καρδιά». Έξι δίμετροι (Σερέτης, Φασούλας, Μπακόπουλος, Ρωμανίδης, Λινάρδος, Τσιτάκης) και στην περιφέρεια «αλητάκια», όπως τους αποκαλούσε χαϊδευτικά, ο Ντίνος Καλαμπάκος από το Παγκράτι, η μετέπειτα καλαθομηχανή του Πρωτέα Νίκος Στασινός, ο «δυτικών προαστίων» Αργύρης Πεδουλάκης κι ο από τότε αντάρτης Γιώργος Γάσπαρης, μας οδήγησαν στην 3η θέση. Στο τελευταίο ματς ο Ντράζεν, που οδηγούσε τη μεγάλη Γιουγκοσλαβία τότε, είχε πετύχει 32 πόντους για να εξασφαλίσει τη νίκη εναντίον μας. Τότε όλοι είχαν να λένε για τις ιδέες του και το μοντέρνο μπάσκετ που έπαιξε.
Το πώς και το γιατί δεν συνεχίστηκε τότε η συνεργασία του με την εθνική Εφήβων προσπάθησα πολύ να το μάθω. Δεν είπε ποτέ τίποτα. Την επόμενη χρονιά, την εθνική ανέλαβε ο Ορέστης Αγγελίδης. Ψιθυριζόταν ότι υπήρχαν διαφορές με τον Κώστα Πολίτη, που τότε είχε αναλάβει συνολικά το πρόγραμμα των εθνικών ομάδων της Ομοσπονδίας, μάλιστα όχι για μπασκετικούς λόγους, αλλά για ιδεολογικούς, που είχαν να κάνουν με τον… φραξιονισμό της αριστεράς και την προτίμηση του Μάκη στο ΚΚΕ Εσωτερικού αντί του «ορθόδοξου»! Το αν συνέβη έτσι ή όχι, δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Ο Δενδρινός ήταν εξαιρετικός συζητητής, όχι ομιλητής, σ’ αυτά τα δύσκολα θέματα. Το σπουδαιότερο που του αναγνωρίζουν όσοι έκαναν τέτοιες κουβέντες μαζί του ήταν ότι δεν είχε αγκυλώσεις. Άκουγε τα πάντα, δεν δίσταζε να παραδεχτεί τα καλά, και τις όποιες αντιρρήσεις του τις εξέφραζε όχι με τσιτάτα και αναμασήματα και… καταφυγή στον Λένιν και τον Μαρξ, αλλά με φρέσκιες ιδέες. Είχε ξεκάθαρη άποψη του πώς έπρεπε να είναι ο κόσμος. Αγωνιστής, με την έννοια του ταγμένου, δεν ήταν. Δεν θεωρούσε ότι είχε το εκτόπισμα να βγει μπροστά, να επηρεάσει κόσμο. Δεν τον ενδιέφερε. Άλλο ένα δείγμα αντισυμβατικότητας αυθεντικής. Έδινε το παράδειγμα με τη ζωή που ζούσε, όχι με τα λόγια του.
Τι έμεινε; Το μπάσκετ. Το κύριο μέρος της ζωής του. Το οποίο, ευτυχώς, έχει καταγραφεί σε καλό επίπεδο. Δεν έχουμε εικόνα από τα «φαρμακερά» του τζαμπ σουτ, που φόρτωναν τα αντίπαλα καλάθια στην 15ετία που έπαιξε στον Πανιώνιο, αλλά υπάρχουν πολλοί που τα θυμούνται και τα διέσωσαν. Όπως και την προπονητική του καριέρα, και στον Πανιώνιο (που τον μεγάλωσε, φτάνοντάς τον και δεύτερο στην Ελλάδα). Τον κομβικό ρόλο που είχε στη μετακίνηση του τοτέμ Φάνη Χριστοδούλου από τη Δάφνη στον Πανιώνιο το 1983, όντας προπονητής και των δύο ομάδων. Τις δύο ανόδους με το Παγκράτι και τη Δάφνη. Τα περάσματα από Απόλλωνα Πάτρας και Ολυμπιακό. Και την μεγάλη πορεία με την εθνική, την οποία οδήγησε διαδοχικά σε 4η θέση στον κόσμο (Μουντομπάσκετ ’94), 4η θέση στην Ευρώπη (Ευρωμπάσκετ ’96) και 5η θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες (Ατλάντα ’96). Ναι, τότε που η τετράδα και η πεντάδα θεωρούνταν αποτυχίες…
Η σχέση του Δενδρινού με τον Πανιώνιο υπήρξε καρμική. Δεν το αρνήθηκε ποτέ. Βασικό μέλος της θρυλικής παρέας του «Βαλέσα», έκλεισε μαζί του μια εποχή που το μπάσκετ δεν ήταν μόνο συστήματα και εικόνες, αλλά κυρίως κοινωνικές ζυμώσεις. Έτσι το έβλεπαν ο Δενδρινός, αλλά και ο Βαρίκας, ο Κορωναίος, ο Κορκίδης, και τόσοι άλλοι που συμμετείχαν στις κουβέντες. Από τις φωνές, τα αστεία και τα πειράγματα, που έδιναν κι έπαιρναν ενίοτε, έβγαιναν τα πιο σοβαρά πράγματα. Μόνο στη Νέα Σμύρνη μπορούσε να συμβεί αυτό. Πουθενά αλλού. Μόνο ο Πανιώνιος θα μπορούσε να «αντέξει» και να θρέψει τόση σκέψη, τόση αφτιασίδωτη κουλτούρα, στους κόλπους του.
Γι’ αυτό και ο Πανιώνιος του αποδίδει σήμερα την υπέρτατη τιμή. Τον κάνει κι επισήμως μέρος της πλούσιας ιστορίας του. Της οποίας ούτως ή άλλως υπήρξε… αγκωνάρι πραγματικό. Καιρός να γίνουμε και λίγο συμβατικοί, Μάκη. Μην χαμογελάς ειρωνικά. Οι σημαίες πρέπει να κυματίζουν ψηλά.
Πηγή: Sport DNA