Του Αργύρη Παγαρτάνη
Ας καταρρίψουμε τους μύθους από την αρχή: Το επώνυμο «Φουρνιέ» στα γαλλικά δεν έχει καμία σχέση με φούρνο και φούρναρη, αν και οι ρίζες των δύο λέξεων μοιάζουν πολύ (και τα λογοπαίγνια, σε προφορικό και γραπτό λόγο, θα δώσουν και θα πάρουν). Σημαίνει «προμηθευτής». Η λέξη που αποδίδει καλύτερα την έννοια είναι της αργκό: Κουβαλητής. Αυτός που φροντίζει να μην λείψει τίποτα από το σπίτι του.
Το επώνυμο θα μπορούσε να σταθεί και σαν παρατσούκλι, αν και στον Εβάν Φουρνιέ έχουν «κολλήσει» διάφορες λέξεις για να τον χαρακτηρίσουν. Γι’ αυτή που επικράτησε περισσότερο, τη «Faudel», υπεύθυνος είναι ο Νικολά Μπατούμ, ο συμπαίκτης του στην εθνική Γαλλίας. Ο Φοντέλ (πλήρες όνομα Φοντέλ Μπελουά) είναι ο πιο γνωστός τραγουδιστής της «ραϊ», της παραδοσιακής μουσικής της Αλγερίας. Η οποία είναι και η αγαπημένη του Φουρνιέ, και τα καταφέρνει πολύ καλά στο τραγούδι, όπως λένε.
Ποια σχέση έχει ο Φουρνιέ με την Αλγερία; Μα, είναι μισός Αλγερινός! Από εκείνη τη χώρα κατάγεται η μητέρα του, Μεριέμ Μοκτάα. Το μεσαίο όνομά του, μάλιστα, είναι Μεχντί, ολότελα αραβικό. Η μητέρα του τον μπόλιασε με την αγάπη για την μουσική της Αλγερίας, αλλά και για το τζούντο, στο οποίο εξασκούταν από μικρή. Όπως και ο πατέρας του, ο Φρανσουά Φουρνιέ.
Ο Εβάν γεννήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1992. Από τα τέσσερά του χρόνια, λέει ο θρύλος, πάτησε στο τατάμι, έμαθε ισορροπία, έμαθε να ελέγχει τη δύναμή του, μυήθηκε στις αξίες του τζούντο, αλλά όπως είπε κι ο ίδιος έβαλε στο πετσί του τη συνεχή βελτίωση. «Η μητέρα μου με δίδαξε ότι δεν είναι σωστό να είσαι ευχαριστημένος με τη συμμετοχή, αλλά με τη νίκη. Με πίεσε για να τα δίνω όλα για τη νίκη, μαζί με το σεβασμό προς τον αντίπαλο».
Πολύ ωραία λόγια και πολύ ωραία μηνύματα που μπορεί να πάρει ένα παιδί, το οποίο μεγαλώνει σ’ ένα δύσκολο περιβάλλον. Το Σεν Μορίς (Άγιος Μαυρίκιος) είναι ένα προάστιο του Παρισιού, περίπου 7 χλμ. νοτιοανατολικά από το κέντρο. Παρεμπιπτόντως, στην περιοχή αυτή γεννήθηκε περίπου πριν 2,5 αιώνες ο μεγάλος φιλέλληνας ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά, αλλά και ο διαβολικός Μαρκήσιος ντε Σαντ!
Το Σεν Μορίς δεν είναι τόσο γνωστό ακόμα και στους Παριζιάνους. Κι αυτό διότι όλοι αποκαλούν την περιοχή Σαρεντόν, από το όνομα του διάσημου τρελοκομείου του Παρισιού, το οποίο λειτουργεί από το 1650! Τις τελευταίες δεκαετίες, βέβαια, έχει αναβαθμιστεί πολύ, εξελίχθηκε σε κέντρο αντιμετώπισης ψυχικών νοσημάτων, αλλά προφανώς η παρουσία του στιγμάτισε την περιοχή. Στη σκληρή παριζιάνικη αργκό, οι κάτοικοι του Σεν Μορίς έχουν το παρατσούκλι «fou», τρελός. Αυτό είχε κολλήσει αρχικά και στον Εβάν, όταν έφευγε από τα όρια της περιοχής του.
Ο έρωτας με το μπάσκετ ξεκίνησε στα επτά του χρόνια, όπως θυμάται. Ο τοπικός σύλλογος διοργάνωσε μια «ημέρα προπόνησης» ανοιχτή για όλα τα παιδιά, πήγε εκεί και τον κράτησαν αμέσως. Στην πορεία τρελάθηκε με τους Σακραμέντο Κινγκς και τον τότε ηγέτη τους στην περιφέρεια, τον Μάικ Μπίμπι. «Μου έκανε εντύπωση ότι ήταν ο πιο κοντός, αλλά έβαζε τα πιο δύσκολα καλάθια», είπε αργότερα. Αυτό το κόλλημα με τον τότε διαστημικό ρούκι Μπίμπι δεν του πέρασε ποτέ: Το νούμερο 10 που προτιμάει στη φανέλα του το φορούσε και ο Μπίμπι. Στο ΝΒΑ φόρεσε και το Νο 94, το οποίο είναι ο αριθμός του διοικητικού διαμερίσματος της Γαλλίας, στο οποίο γεννήθηκε.
(Παρεμπιπτόνως, εκείνη τη χρονιά έκανε εξαιρετική χρονιά στους Κινγκς ο Πέτζα Στογιάκοβιτς, ενώ ρόλο και ως αλλαγή είχε ο Λόρενς Φάντεμπεργκ, που είχε περάσει και από το ελληνικό πρωτάθλημα με τους Αμπελόκηπους).
Ο μικρός Εβάν συμμετείχε σ’ ένα τουρνουά μίνι μπάσκετ στην περιοχή του και ξεχώρισε αμέσως. Ψηλός για την ηλικία του και πολύ αθλητικός, έβαλε πολλά καλάθια, κόλλησε με το σπορ και ανακοίνωσε στους δικούς του ότι δεν θα ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση των τζουντόκα.
Η εξέλιξή του υπήρξε τέτοια που στα 15 του, το 2007, χτύπησε την πόρτα της διάσημης INSEP, της γαλλικής αθλητικής ακαδημίας. Ήταν, δηλαδή, ένα από τα μόλις 16 παιδιά απ’ όλη τη Γαλλία (και τις αποικίες της…) αυτής της ηλικίας που επιλέχθηκαν να εξειδικευτούν στο μπάσκετ. Μπορεί να μην ψήλωσε άλλο από το 1μ.98, όπως αναμενόταν, όμως εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αξιόπιστους σουτέρ και σκόρερ που είχαν παρουσιάσει ποτέ οι «τρικολόρ» στις εθνικές τους ομάδες των μικρών ηλικιών.
Στις μικρές εθνικές πανηγύρισε δύο μετάλλια, το αργυρό με την U20 το 2011 και το χάλκινο με την U18 το 2009, αλλά του έμεινε η μακροχρόνια φιλία με τον Ρούντι Γκομπέρ. Σ’ εκείνη τη φουρνιά ο ηγέτης θεωρούταν ο Λέο Βέστερμαν, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε ντραφτ στο ΝΒΑ, αλλά έκανε μια απλά συμπαθητική καριέρα κυρίως σε ομάδες Ευρωλίγκα.
Από τα 17 του κιόλας, το 2009, ο Φουρνιέ εγκατέλειψε την INSEP για να μπει στο επαγγελματικό μπάσκετ. Με τη Ναντέρ έδωσε τα πρώτα διαπιστευτήριά του στην LNB ProB.. Την επόμενη διετία «μετακόμισε» στην Πουατιέ, ομάδα της LNB ProA. Επέλεξε συνειδητά να μείνει εκεί και να μην διεκδικήσει μεταγραφή σε κάποιον πρωτοκλασάτο σύλλογο, δεδομένου ότι είχε αρχίσει ήδη να σκέφτεται την Αμερική.
Παρά το εκπεφρασμένο από νωρίς ενδιαφέρον του για τους Σακραμέντο Κινγκς, έγινε ντραφτ στο Νο20 του 2012 από τους Ντένβερ Νάγκετς. Χωρίς να διαβαστεί ρατσιστικό (αλίμονο), είναι η υψηλότερη θέση που έχει επιλεγεί λευκός Γάλλος παίκτης ως σήμερα. Εγκαταλείπει δε το ΝΒΑ ευρισκόμενος στην πρώτη πεντάδα των Γάλλων παικτών με τους περισσότερους αγώνες (τον ξεπερνούν μόνο οι Πάρκερ, Ντιό, Μπατούμ και Γκομπέρ).
Οι καθαρά αγωνιστικές του επιδόσεις (μέσοι όροι, ομάδες που υπηρέτησε, highlights) έχουν αναφερθεί ήδη σε πολλά κείμενα. Μια ντουζίνα χρόνια στο ΝΒΑ πρόλαβε να παίξει σε πέντε ομάδες, αλλά η Φλόριντα και το Ορλάντο είναι όχι η πιο μακρόχρονη παρουσία (7 σεζόν), αλλά και η πιο σημαντική για την καριέρα του. Εκεί γνώρισε και την τωρινή σύζυγό του Λόρα, η οποία εργαζόταν τότε ως μεσίτρια ακινήτων και είχε κάνει κάποιες φωτογραφίσεις ως μοντέλο.
Τώρα έχει κάποιες δραστηριότητες, αλλά απλά για να μην βαριέται. Ο Φουρνιέ της «προμηθεύει» όλα τα καλά, σαν καλός οικογενειάρχης. Έχουν μαζί έναν γιο, που γεννήθηκε το 2019. Ο Εβάν την αποκαλεί δημόσια «mon tout», μια φράση που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «όλος ο κόσμος μου». Φανατικοί και οι δύο με τη μαγειρική, συμμετείχαν ως ζευγάρι την άνοιξη του 2020 στην εκπομπή Tous Εn Cuisine (Στην Κουζίνα Ολοταχώς η ελληνική βερσιόν). Έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να συμμετάσχει κάποια στιγμή οικογενειακώς και στο Koh-Lanta, τη γαλλική έκδοση του Survivor, την οποία παρακολουθεί φανατικά. Εκτός από τη μαγειρική του αρέσει πολύ και το καλό ντύσιμο.
Το 2017 έκανε πραγματικότητα άλλο ένα από τα όνειρά του: Ίδρυσε την Evan Fournier Academy, μια ακαδημία που μαθαίνει μπάσκετ σε παιδιά 11-17 ετών. Δεν το έκανε στο προάστιο που γεννήθηκε, αλλά στο Ομπερβιλιέ, στο βόρειο και πιο «δύσκολο» τμήμα του Παρισιού, επειδή εκεί έκρινε ότι υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη να τραβήξει νέα παιδιά στον αθλητισμό.
H πολυδιαφημισμένη του πια επίσημη αντιπαράθεση με τον ομοσπονδιακό προπονητή Βενσάν Κολέ στους Ολυμπιακούς Αγώνες μπορεί να έγινε viral, ωστόσο καταγράφηκε σαν η πρώτη φορά που θέλησε να τραβήξει μια κατάσταση στα άκρα. Αυτοί που τον γνωρίζουν καλά λένε ότι έχει άποψη για όλους και για όλα, αλλά σπανίως την εκφράζει δημόσια. Και για να το κάνει, πρέπει η κατάσταση να φτάσει στο μη παρέκει. Παρ’ ότι κόπηκε μόνο από μία «μεγάλη» αποστολή από το 2013, που μπήκε στην εθνική ομάδα ανδρών, αυτή ήταν των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο το 2016 και του στοίχισε πολύ.
Στην καριέρα του βίωσε μόνο έναν σοβαρό τραυματισμό, στο αριστερό του γόνατο το 2018. Έχασε σημαντικό αριθμό αγώνων, όμως επανήλθε σε τοπ επίπεδο, όπως μαρτυρά και η παρουσία του στο ΝΒΑ, αλλά και στην εθνική. Ως τώρα έχει συγκεντρώσει έξι μετάλλια (δύο ασημένια σε Ολυμπιακούς Αγώνες το 2021 και το 2024, δύο χάλκινα σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα το 2014 και το 2019, ένα ασημένιο κι ένα χάλκινο σε Ευρωμπάσκετ το 2015 και το 2022 αντίστοιχα).
Τι του λείπει; Πρωτάθλημα. Κούπα. Δεν έχει σηκώσει ποτέ τίποτα, ούτε με τους συλλόγους του, ούτε με την εθνική. Μήπως ήταν αυτό το κίνητρο όταν, το 2022, μ’ αυτό το (επίσης πολύ διαφημισμένο) προφητικό tweet «προανήγγειλε» το ενδιαφέρον του να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού;
Πηγή: Sport DNA